προσπασσαλοῖ

προσπασσαλοῖ
προσπασσαλόω
pres ind mp 2nd sg
προσπασσαλόω
pres opt act 3rd sg
προσπασσαλόω
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσπασσαλώ — και αττ. τ. προσπατταλῶ, όω, Α 1. προσπασσαλεύω* 2. μτφ. εμβάλλω κάτι σε κάποιον («ἑκάστη ἡδονή τε καὶ λύπη προσπασσαλοῑ τῷ σώματι τὴν ψυχήν», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πασσαλῶ (< πάσσαλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”